- ουριοδρόμος
- οὐριοδρόμος, -ον (Μ)αυτός που τρέχει ή πλέει με ούριο, ευνοϊκό άνεμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὔριος (ΙΙ) + δρόμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ουριοδρομία — η ναυτ. η πλεύση ιστιοφόρου πλοίου με τον άνεμο ούριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουριοδρόμος, απόδοση τού αγγλ. running before the wind. H λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Ιω. Πανταζίδη] … Dictionary of Greek
ουριοδρομώ — (ΑΜ οὐριοδρομῶ, έω) (σχετικά με πλοίο) πλέω με ούριο, ευνοϊκό άνεμο, αρμενίζω πρύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὔριος (II) + δρομῶ, πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχ. *ουριοδρόμος] … Dictionary of Greek